σοφισμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του [[σόφισμα]]. | |mltxt=τὸ, Α [[σόφισμα]], -<i>ίσματος</i>]<br />(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του [[σόφισμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σοφισμάτιον:''' τό, υποκορ. του [[σόφισμα]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
German (Pape)
[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σόφισμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.
Greek Monotonic
σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.