σμηνοδόκος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμῆνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμῆνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σμηνοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).
Greek (Liddell-Scott)
σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recueille un essaim d’abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.
Greek Monotonic
σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.