στειναύχην: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στεναύχην]].
|mltxt=-ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στεναύχην]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειναύχην Medium diacritics: στειναύχην Low diacritics: στειναύχην Capitals: ΣΤΕΙΝΑΥΧΗΝ
Transliteration A: steinaúchēn Transliteration B: steinauchēn Transliteration C: steinaychin Beta Code: steinau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A narrow-necked, Ion. for στεν-, λάγυνος AP 6.248 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 933] ενος, ion. = στεναύχην, enghalsig, von einer Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248).

Greek (Liddell-Scott)

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, λαιμόν, Ἰων. ἀντὶ στεν-, λάγυνος Ἀνθ. Π. 6. 248.

French (Bailly abrégé)

χενος (ὁ, ἡ)
au col étroit.
Étymologie: στεινός, αὐχήν.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. στεναύχην.

Greek Monotonic

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για μπουκάλι, σε Ανθ.