στρατοπεδευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στρατοπεδευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στρατοπέδευση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στρατοπεδευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στρατοπέδευση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.
German (Pape)
[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.