σιτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σιτοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σιτηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει [[σιτάρι]] (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέφεται με [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[σιτοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σιτηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει [[σιτάρι]] (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέφεται με [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτόφᾰγος Medium diacritics: σιτοφάγος Low diacritics: σιτοφάγος Capitals: ΣΙΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: sitophágos Transliteration B: sitophagos Transliteration C: sitofagos Beta Code: sito/fagos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A eating corn or bread, Od.9.191, Hdt.4.100, Hecat.335 J.

German (Pape)

[Seite 886] Weizen, Getreide, Brot essend; Od. 9, 191; Her. 4, 109; gew. Bezeichnung der Menschen, wie σῖτον ἔδοντες, Luc. Alex. 15.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων σῖτον ἢ ἄρτον, Ὀδ. Ι. 191, Ἡρόδ. 4. 109, - κοινὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὸ σῖτον ἔδοντες, ἀντίθετον τῷ ὀψοφάγος, Κλήμ. Ἀλ. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange du pain.
Étymologie: σῖτος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιτοφάγος, -ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.)
αρχ.
αυτός που τρέφεται με ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -φάγος].

Greek Monotonic

σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει δημητριακά ή ψωμί, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.