Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
(6_14)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στολῐδόομαι''': μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.
|lstext='''στολῐδόομαι''': μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στολῐδόομαι:''' Μέσ., φορώ [[ρούχο]], [[ένδυμα]], ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδόομαι Medium diacritics: στολιδόομαι Low diacritics: στολιδόομαι Capitals: ΣΤΟΛΙΔΟΟΜΑΙ
Transliteration A: stolidóomai Transliteration B: stolidoomai Transliteration C: stolidoomai Beta Code: stolido/omai

English (LSJ)

Med.,

   A dress oneself in, νεβρίδα στολιδωσαμένα E.Ph. 1755 (lyr.).    2 Pass., become wrinkled, of a bandage, Sor.Fasc. 42.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδόομαι: μέσ., ἐνδύομαί τι, «στολίζομαι» μέ τι, νεβρίδα στολιδωσαμένα Εὐρ. Φοίν. 1754.

Greek Monotonic

στολῐδόομαι: Μέσ., φορώ ρούχο, ένδυμα, ντύνομαι, στολίζομαι, με αιτ., σε Ευρ.