σπηλαιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[σπήλαιον]]<br />όμοιος με [[σπήλαιο]] (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με [[σπήλαιο]] ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπηλαιώδης]] [[φωνή]]» — [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] σαν να προέρχεται από [[σπήλαιο]]<br />β) «[[σπηλαιώδης]] [[αναπνοή]]» ή «[[σπηλαιώδης]] [[ρόγχος]]» — [[φύσημα]], [[ήχος]] που γίνεται [[αντιληπτός]] με την [[ακρόαση]] ενός πνεύμονα στον οποίο έχουν σχηματιστεί σπήλαια.
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[σπήλαιον]]<br />όμοιος με [[σπήλαιο]] (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με [[σπήλαιο]] ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπηλαιώδης]] [[φωνή]]» — [[βαθιά]], υπόκωφη [[φωνή]] σαν να προέρχεται από [[σπήλαιο]]<br />β) «[[σπηλαιώδης]] [[αναπνοή]]» ή «[[σπηλαιώδης]] [[ρόγχος]]» — [[φύσημα]], [[ήχος]] που γίνεται [[αντιληπτός]] με την [[ακρόαση]] ενός πνεύμονα στον οποίο έχουν σχηματιστεί σπήλαια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπηλαιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[σπηλιά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:47, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπηλαιώδης Medium diacritics: σπηλαιώδης Low diacritics: σπηλαιώδης Capitals: ΣΠΗΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: spēlaiṓdēs Transliteration B: spēlaiōdēs Transliteration C: spilaiodis Beta Code: sphlaiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A cavern-like, κατάγειος οἴκησις σ. Pl.R.514a, cf. Dsc.5.91.

Greek (Liddell-Scott)

σπηλαιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σπήλαιον, κατάγειος οἴκησις σπ. Πλάτ. Πολ. 514Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
en forme de caverne.
Étymologie: σπήλαιον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ σπήλαιον
όμοιος με σπήλαιο (α. «σπηλαιώδες όρυγμα» β. «ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχέση με σπήλαιο ενός οργάνου («σπηλαιώδεις πνεύμονες»)
2. φρ. α) «σπηλαιώδης φωνή» — βαθιά, υπόκωφη φωνή σαν να προέρχεται από σπήλαιο
β) «σπηλαιώδης αναπνοή» ή «σπηλαιώδης ρόγχος» — φύσημα, ήχος που γίνεται αντιληπτός με την ακρόαση ενός πνεύμονα στον οποίο έχουν σχηματιστεί σπήλαια.

Greek Monotonic

σπηλαιώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με σπηλιά, σε Πλάτ.