συλλήπτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=ό, θηλ. [[συλλήπτρια]], ΜΑ, θηλ. και [[συλλήπτειρα]], Μ<br />[[βοηθός]], [[αρωγός]] (α. «ἀγαθὴ [[συλλήπτρια]] τῶν ἐν [[εἰρήνη]] πόνων», <b>Ξεν.</b><br />β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε [[συλλήπτωρ]] γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />γ. «[[πατρόθεν]] δὲ [[συλλήπτωρ]] γένοιτ' ἄν [[ἀλάστωρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συλλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> / -<i>τρια</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παραλήπ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συλλήπτωρ:''' -ορος, ὁ, [[συνεργάτης]], [[συνεργός]], [[βοηθός]], σε Αισχύλ.· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ευρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήπτωρ Medium diacritics: συλλήπτωρ Low diacritics: συλλήπτωρ Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: syllḗptōr Transliteration B: syllēptōr Transliteration C: sylliptor Beta Code: sullh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A accomplice, assistant, A.Ag.1507; τινος in a thing, E.Or.1230, Antipho 3.3.10, X.Mem.2.2.12, Pl.Smp.218d, etc.

German (Pape)

[Seite 976] ορος, ὁ, = συλληπτήρ, Helfer; Aesch. Ag. 1488; πόνου, Eur. I. T. 95, vgl. Or. 1230; auch in Prosa: Plat. Phaed. 82 e Conv. 218 d; Antiph. 3 γ 10. Xen. Mem. 2, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, βοηθός, συνεργός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1506· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 1229, Ἀντιφῶν 123. 35, Πλάτ. Συμπ. 218D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui aide ou protège, auxiliaire.
Étymologie: συλλαμβάνω.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monolingual

ό, θηλ. συλλήπτρια, ΜΑ, θηλ. και συλλήπτειρα, Μ
βοηθός, αρωγός (α. «ἀγαθὴ συλλήπτρια τῶν ἐν εἰρήνη πόνων», Ξεν.
β. «σὺ δ' ἡμῑν τοῡδε συλλήπτωρ γενοῡ», Ευρ.
γ. «πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ' ἄν ἀλάστωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαμβάνω + επίθημα -τωρ / -τρια / -τειρα (πρβλ. παραλήπ-τωρ)].

Greek Monotonic

συλλήπτωρ: -ορος, ὁ, συνεργάτης, συνεργός, βοηθός, σε Αισχύλ.· τινός, σε κάτι, σε Ευρ. κ.λπ.