συγκαταινέω: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=donner son assentiment à, approuver : [[τι]] qch ; τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταινέω]].
|btext=donner son assentiment à, approuver : [[τι]] qch ; τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταινέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταινέω:''' μέλ. <i>—έσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συμφωνώ]] με, [[επιδοκιμάζω]], [[συναινώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταινέω Medium diacritics: συγκαταινέω Low diacritics: συγκαταινέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΝΕΩ
Transliteration A: synkatainéō Transliteration B: synkataineō Transliteration C: sygkataineo Beta Code: sugkataine/w

English (LSJ)

   A agree with, favour, τινι X.Cyr.3.3.20, Plb.36.9.3: abs., Phld.Rh.2.13S.    II c. acc. rei, sanction, approve, Hp.Praec.1, Plb.24.11.6: abs., Id.15.8.9, Plu.Cam.6.    2 yield, grant, τί τινι Lyc.1223.

German (Pape)

[Seite 965] (s. αἰνέω), beistimmen, τινί, billigen, τινί τι, Xen. Cyr. 3, 3, 20; Pol. 15, 8, 9 u. Sp., wie Heraclid. alleg. 12, Luc. amor. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταινέω: συναινῶ, συμφωνῶ μετά τινος τινι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 444. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐπικυρῶ, ἐγκρίνω, ἐπιδοκιμάζω, Ἱππ. 25. 49, Πολύβ. 15. 8, 9, Πλουτ. Κάμιλλ. 6. 2) παρέχω, χορηγῶ, «χαρίζω», Λυκόφρ. 1223.

French (Bailly abrégé)

donner son assentiment à, approuver : τι qch ; τινα qqn.
Étymologie: σύν, καταινέω.

Greek Monotonic

συγκαταινέω: μέλ. —έσω·
I. συμφωνώ με, επιδοκιμάζω, συναινώ, τινί, σε Ξεν.
II. με αιτ. πράγμ., εγκρίνω, επιδοκιμάζω, σε Πλούτ.