συμβολέω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συμβολήσω, <i>ao.</i> συνεβόλησα, <i>pf. inus.</i><br />se rencontrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συμβολήσω, <i>ao.</i> συνεβόλησα, <i>pf. inus.</i><br />se rencontrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμβολέω:''' [[συναντώ]] ή [[απαντώ]] τυχαία κάποιον, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
= συμβάλλομαι,
A meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s
German (Pape)
[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.