συμπαραινέω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conseiller en même temps;<br /><b>2</b> approuver en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραινέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conseiller en même temps;<br /><b>2</b> approuver en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραινέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπαραινέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>, [[συμβουλεύω]], [[συνιστώ]] από κοινού, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· [[επιδοκιμάζω]] από κοινού, <i>τι</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in recommending, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ra. 687; καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι S.Fr.576. 2 join in approving, Ar.Av.852 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 984] (s. αἰνέω), mit, zusammen ermahnen; Soph. frg. 14; χρηστὰ τῇ πόλει ξυμπαραινεῖν, Ar. Ran. 685; Av. 852.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραινέω: μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, συμβουλεύω, χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· καλῶς κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 conseiller en même temps;
2 approuver en même temps.
Étymologie: σύν, παραινέω.
Greek Monotonic
συμπαραινέω: μέλ. -έσω, συμβουλεύω, συνιστώ από κοινού, τί τινι, σε Αριστοφ.· επιδοκιμάζω από κοινού, τι, στον ίδ.