συγκατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κατεύχομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρακαλώ]] [[μαζί]] («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα<br />τευξάμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεύχομαι]] με κάποιον.
|mltxt=Α [[κατεύχομαι]]<br /><b>1.</b> [[παρακαλώ]] [[μαζί]] («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα<br />τευξάμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσεύχομαι]] με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατεύχομαι:''' μέλ. <i>-εύξομαι</i>, αποθ., [[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]] από κοινού για [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεύχομαι Medium diacritics: συγκατεύχομαι Low diacritics: συγκατεύχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkateúchomai Transliteration B: synkateuchomai Transliteration C: sygkateychomai Beta Code: sugkateu/xomai

English (LSJ)

   A join in praying for, ταῦτα S.Ant.1336.    II pray to together with another deity, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich erflehen, bitten, ὧν ἐρῶ μέν, τα ῦτα συγκατευξάμην, Soph. Ant. 1336; – im Gebet mit anrufen, Plut de frat. am. E.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεύχομαι: ἀποθ., κατεύχομαι ὁμοῦ, ἀλλ’ ὦν ἐρῶ μέν, ταῦτα συγκατευξάμην Σοφ. Ἀντ. 1336. ΙΙ. προσεύχομαι εἴς τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 492D.

French (Bailly abrégé)

1 prier en même temps;
2 faire vœu en même temps.
Étymologie: σύν, κατεύχομαι.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monolingual

Α κατεύχομαι
1. παρακαλώ μαζί («ἀλλ' ὧν ἐρῶ μέν, ταῡτα συγκα
τευξάμην», Σοφ.)
2. προσεύχομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατεύχομαι: μέλ. -εύξομαι, αποθ., προσεύχομαι, ικετεύω από κοινού για κάτι, σε Σοφ.