συναναζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ξεκινώ]] για [[πορεία]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναζεύγνυμι]] «[[γυρίζω]] [[πίσω]], [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[ξεκινώ]] για [[πορεία]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναζεύγνυμι]] «[[γυρίζω]] [[πίσω]], [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναναζεύγνῡμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[ξεκινώ]] μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναζεύγνῡμι Medium diacritics: συναναζεύγνυμι Low diacritics: συναναζεύγνυμι Capitals: ΣΥΝΑΝΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synanazeúgnymi Transliteration B: synanazeugnymi Transliteration C: synanazeygnymi Beta Code: sunanazeu/gnumi

English (LSJ)

   A set out along with, Plu.Eum. 3.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζεύγνυμι), mit od. zugleich aufbrechen, Plut. Eum. 3.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζεύγνῡμι: ἀναζεύγνυμι, ἐκκινῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλουτ. Εὐμέν. 3. ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

lever le camp en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monolingual

Α
ξεκινώ για πορεία μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζεύγνυμι «γυρίζω πίσω, ξεκινώ, αναχωρώ»].

Greek Monotonic

συναναζεύγνῡμι: μέλ. -ζεύξω, ξεκινώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.