συνενδίδωμι: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] [[μαζί]] («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μαλακό [[πράγμα]]) [[βουλιάζω]]<br /><b>3.</b> υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδίδωμι]] «[[υποχωρώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] [[μαζί]] («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μαλακό [[πράγμα]]) [[βουλιάζω]]<br /><b>3.</b> υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδίδωμι]] «[[υποχωρώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνενδίδωμι:''' μέλ. -[[δώσω]], [[ενδίδω]], [[υποχωρώ]] από κοινού, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.
German (Pape)
[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.
French (Bailly abrégé)
s’abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.
Greek Monolingual
Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].
Greek Monolingual
Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῑσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῑς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].
Greek Monotonic
συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.