συνίσχω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνέχω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συνίσχομαι</i><br />[[πάσχω]], [[υποφέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], [[άλλος]] τ. του <i>έχω</i>].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συνέχω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συνίσχομαι</i><br />[[πάσχω]], [[υποφέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], [[άλλος]] τ. του <i>έχω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνίσχω:''' = [[συνέχω]], Παθ., [[υποφέρω]], [[πάσχω]], καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίσχω Medium diacritics: συνίσχω Low diacritics: συνίσχω Capitals: ΣΥΝΙΣΧΩ
Transliteration A: syníschō Transliteration B: synischō Transliteration C: synischo Beta Code: suni/sxw

English (LSJ)

   A = συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.

German (Pape)

[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.

Greek (Liddell-Scott)

συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συνέχω
2. (το παθ.) συνίσχομαι
πάσχω, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].

Greek Monotonic

συνίσχω: = συνέχω, Παθ., υποφέρω, πάσχω, καταθλίβομαι, σε Πλάτ.