συνουσιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συνουσιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έρχεται σε σαρκική [[επαφή]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]] («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς [[εἶναι]] τὸν Μίνων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συνουσιασταί</i><br />[[αίρεση]] σύμφωνα με την οποία η [[θεία]] και η ανθρώπινη [[φύση]] ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.
|mltxt=ο, ΝΑ [[συνουσιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έρχεται σε σαρκική [[επαφή]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντροφος]] («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς [[εἶναι]] τὸν Μίνων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ συνουσιασταί</i><br />[[αίρεση]] σύμφωνα με την οποία η [[θεία]] και η ανθρώπινη [[φύση]] ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνουσιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]], [[εταίρος]], [[οπαδός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστής Medium diacritics: συνουσιαστής Low diacritics: συνουσιαστής Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synousiastḗs Transliteration B: synousiastēs Transliteration C: synousiastis Beta Code: sunousiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A companion, Pl.Min.319e; disciple, X.Mem.1.6.1, Plu.2.8b.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, ἑταῖρος, Πλουτ. Μίνως 319Ε· μαθητής, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. οἱ συνουσιασταί, αἵρεσίς τις Χριστιανῶν δοξαζόντων ὅτι ἡ θεία καὶ ἀνθρωπίνη φύσις ἦσαν ἐν Χριστῷ ἡνωμέναι κατ’ οὐσίαν, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui a des relations d’intimité avec qqn ; particul. qui suit les leçons d’un maître, écolier.
Étymologie: συνουσιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συνουσιάζω
νεοελλ.
αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με κάποιον
αρχ.
1. σύντροφος («συνουσιαστὴν τοῡ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων», Πλάτ.)
2. μαθητής
3. στον πληθ. οἱ συνουσιασταί
αίρεση σύμφωνα με την οποία η θεία και η ανθρώπινη φύση ήταν στον Χριστό ενωμένες κατ' ουσίαν.

Greek Monotonic

συνουσιαστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος, εταίρος, οπαδός, σε Ξεν.