ταλασία: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] > <i>ταλαντία</i> > <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) > [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»]. | |mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] > <i>ταλαντία</i> > <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) > [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλᾰσία:''' ἡ, [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
Greek Monotonic
τᾰλᾰσία: ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.