συνεπεκπίνω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[πίνω]] από κοινού με κάποιον [[κάτι]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεκπίνω]] «[[πίνω]] [[κάτι]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]]»]. | |mltxt=Α<br />[[πίνω]] από κοινού με κάποιον [[κάτι]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπεκπίνω]] «[[πίνω]] [[κάτι]] [[μετά]] από [[κάτι]] [[άλλο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπεκπίνω:''' μέλ. -[[πίομαι]], [[πίνω]] μαζί [[μέχρι]] την τελευταία [[σταγόνα]], ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.
French (Bailly abrégé)
absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.
Greek Monolingual
Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].
Greek Monolingual
Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].
Greek Monotonic
συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.