τανύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, [[τεράστιος]], [[πελώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, [[τεράστιος]], [[πελώριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλευρος Medium diacritics: τανύπλευρος Low diacritics: τανύπλευρος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýpleuros Transliteration B: tanypleuros Transliteration C: tanyplevros Beta Code: tanu/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.