τετραθέλυμνος: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πτυχές, [[τετράπτυχος]] («[[σάκος]] τετραθέλυμνον» — [[ασπίδα]] από [[τέσσερα]] δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ.λ. [[θέλυμνον]]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πτυχές, [[τετράπτυχος]] («[[σάκος]] τετραθέλυμνον» — [[ασπίδα]] από [[τέσσερα]] δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ.λ. [[θέλυμνον]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετρᾰθέλυμνος:''' -ον ([[θέλυμνον]]), [[τετράπτυχος]], τετραθέλυμνον [[σάκος]], [[ασπίδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερις]] δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (θέλυμνον)
A of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.
German (Pape)
[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre fondements en parl. d’un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.
English (Autenrieth)
(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχος («σάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].
Greek Monotonic
τετρᾰθέλυμνος: -ον (θέλυμνον), τετράπτυχος, τετραθέλυμνον σάκος, ασπίδα αποτελούμενη από τέσσερις δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.