τεσσαρεσκαίδεκα: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τεσσαρακαίδεκα]] και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α<br />ο [[αριθμός]] δεκατέσσερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> / [[τέσσερες]] <span style="color: red;">+</span> <i>καί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δέκα]]. | |mltxt=και [[τεσσαρακαίδεκα]] και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α<br />ο [[αριθμός]] δεκατέσσερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> / [[τέσσερες]] <span style="color: red;">+</span> <i>καί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δέκα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεσσᾰρεσκαίδεκα:''' Ιων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσερις, Λατ. quatuordecim, το πρώτο συνθετικό παραμένει αμετάβλητο [[ακόμη]] και [[μετά]] από ουδ. ουσ., όπως [[τεσσερεσκαίδεκα]] ἔτη, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά,
A fourteen, the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα Hdt.1.86; or with a gen., μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. Morb.3.16:—but sts. the first part changed its gender, τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12.
German (Pape)
[Seite 1096] οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzehn; Her. 1, 86; Lob. Phryn. 409. Bei den Att. wird τέσσαρες auch flectirt.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρεσκαίδεκα: Ἰων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσαρες, Λατ. quatuordecim, τὸ δὲ πρῶτον συνθετικὸν διαμένει ἀμετάβλητον ἔτι καὶ μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὡς, τεσσερεσκαίδεκα ἔτη Ἡρόδ. 1. 86· ― ὁπότε δὲ τὸ πρῶτον μέρος με ἔβαλλε τὸ γένος, ἐγράφετο ἐν διαστάσει, τέσσαρα καὶ δέκα Σιμωνίδ. 14· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 409.
French (Bailly abrégé)
numéral indécl.
quatorze.
Étymologie: τέσσαρες, καί, δέκα.
Greek Monolingual
και τεσσαρακαίδεκα και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α
ο αριθμός δεκατέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α / τέσσερες + καί + δέκα.
Greek Monotonic
τεσσᾰρεσκαίδεκα: Ιων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσερις, Λατ. quatuordecim, το πρώτο συνθετικό παραμένει αμετάβλητο ακόμη και μετά από ουδ. ουσ., όπως τεσσερεσκαίδεκα ἔτη, σε Ηρόδ.