τεσσαρακαίδεκα
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
v. τεσσαρεσκαίδεκα.
German (Pape)
[Seite 1095] οἱ, αἱ, τά, vierzehn; ἐλευθέρους, Xen. Mem. 2, 7, 2; Folgde; gen. auch τεσσαρωνκαίδεκα, doch gebräuchlicher ist τεσσαρεσκαίδεκα.
French (Bailly abrégé)
c. τεσσαρεσκαίδεκα.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρᾰκαίδεκα: n к τεσσαρεσκαίδεκα.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρᾰκαίδεκα: ἴδε τεσσαρεσκαίδεκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, Α (αριθμ.) βλ. τεσσαρεσκαίδεκα.
Greek Monotonic
τεσσᾰρᾰκαίδεκα: βλ. τεσσαρεσκαίδεκα.