τετράκλινος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετράκλῑνος:''' -ον ([[κλίνη]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] κλίνες, [[τέσσερα]] κρεβάτια, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with four seats or couches, ἅμαξα Luc.Tox.46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή PSI5.533.3 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1097] mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα καθίσματα ἢ ἀνάκλιντρα, ἅμαξα Λουκ. Τόξ. 46· οἶκοι Ἀθήν. 47F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre lits ou à quatre sièges.
Étymologie: τέσσαρες, κλίνη.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά-κλινος].
Greek Monotonic
τετράκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τέσσερις κλίνες, τέσσερα κρεβάτια, σε Λουκ.