τοξόδαμνος: Difference between revisions
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δαμάζει με το [[τόξο]] («[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]]» — [[πόλεμος]] που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτό</i>-<i>δαμνος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δαμάζει με το [[τόξο]] («[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]]» — [[πόλεμος]] που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτό</i>-<i>δαμνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τοξόδαμνος:''' -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το [[τόξο]] του, [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρης]], ο [[πόλεμος]] των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· [[τοξόδαμνος]] [[Ἄρτεμις]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A subduing with the bow, τ. Ἄρης the war of archers, i.e. the Persians (cf. τόξον 1.1), ib. 86 (lyr.); Ἄρτεμις E.Hipp.1451, cf. Diph.30, Lyc. 1331.
German (Pape)
[Seite 1128] bogengewaltig, den Bogen beherrschend, Ἄρης, Aesch. Pers. 86; oder mit dem Bogen überwältigend, tödtend, Artemis, Eur. Hipp. 1451; Diphil. bei Ath. VI, 223 a; Lycophr. 1331.
Greek (Liddell-Scott)
τοξόδαμνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ τόξου δαμάζων, τ. Ἄρης, ὁ πόλεμος τῶν τοξοτῶν, δηλ. τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι). Αἰσχύλ. Πέρσ. 86· Ἄρτεμις Εὐρ. Ἱππ. 1451· τοξόδαμνε παρθένε Δίφιλος ἐν «Ἐλενηφοροῦσιν» 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τοξοδάμας.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που δαμάζει με το τόξο («τοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.)
2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» — πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτό-δαμνος].
Greek Monotonic
τοξόδαμνος: -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το τόξο του, τοξόδαμνος Ἄρης, ο πόλεμος των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· τοξόδαμνος Ἄρτεμις, σε Ευρ.