τροφεῖα: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><b>1</b> frais de nourriture <i>ou</i> d’éducation;<br /><b>2</b> ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br /><b>1</b> frais de nourriture <i>ou</i> d’éducation;<br /><b>2</b> ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τροφεῖα:''' τά ([[τροφεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αμοιβή]] που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βίου [[τροφεῖα]], [[τρόπος]] ζωής κάποιου, [[τροφή]], σε Σοφ.· [[τροφεῖα]] [[ματρός]], το μητρικό [[γάλα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τά,
A pay for rearing and bringing up, wages of a nurse, θανὼν τ. πληρώσει χθονί A.Th.477; [πορσῦναι] E.El.626; ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, Id.Ion 852, Pl.R.520b; prov., κριὸς τὰ τ. (sc. ἀπέτεισεν) Men.905; ἀνταποδοῦναι Lys.6.49, cf. IG5(2).345.7 (Orchom. Arc., ii/i B. C.), POxy.37.10 (i A. D.); πράξασθαι D.S.9.13. II βίου τ. one's living, food, S.OC341; τ. ματρός mother's milk, E.Ion 1493 (lyr.). III fodder, BGU912.19 (i A. D.), PAmh.2.143.5 (iv A. D.). IV maintenance, board, paid in money or kind, PEleph. 3.2, al. (iii B. C.), PMich.Teb.121v vii 7, al. (i A. D.), PRyl.153.4 (ii A. D.); paid to a wet-nurse, BGU1106.38,47 (i B. C.), PGrenf.2.75.5 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τροφεῖα: τά, (τροφεύω) ἀμοιβὴ διδομένη εἰς τὴν τροφὸν ἢ τὸν τροφέα, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 477· πορσύνειν Εὐρ. Ἠλ. 626· ἀποδοῦναι, ἐκτίνειν, ἀποτίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 582, Πλάτ. Πολ. 520Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 333· ἀνταποδοῦναι Λυσί. 107. 32· πράξασθαι Διοδ. Ἐκλογ. 552. 94. ΙΙ. βίου τροφεῖα, ὡς τὸ τροφή, Σοφ. Ο. Κ. 341· τροφεῖα ματρός, μητρικὸν γάλα, Εὐρ. Ἴων 1493.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 frais de nourriture ou d’éducation;
2 ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre, nourriture, subsistance.
Étymologie: τρέφω.
Greek Monotonic
τροφεῖα: τά (τροφεύω)·
I. αμοιβή που δίδεται στην ή στον τροφό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. βίου τροφεῖα, τρόπος ζωής κάποιου, τροφή, σε Σοφ.· τροφεῖα ματρός, το μητρικό γάλα, σε Ευρ.