τρυσάνωρ: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]<span style="color: red;"><</span> <i>τρυσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[βασανίζω]], [[ενοχλώ]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φυξ</i>-<i>άνωρ</i>]. | |mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]<span style="color: red;"><</span> <i>τρυσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[βασανίζω]], [[ενοχλώ]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>φυξ</i>-<i>άνωρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω)
A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].
Greek Monotonic
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.