ὑληκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κατοικεί στο [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>κοίτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κατοικεί στο [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀνεμο</i>-<i>κοίτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑληκοίτης:''' -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑληκοίτης Medium diacritics: ὑληκοίτης Low diacritics: υληκοίτης Capitals: ΥΛΗΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: hylēkoítēs Transliteration B: hylēkoitēs Transliteration C: ylikoitis Beta Code: u(lhkoi/ths

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ,

   A one who lodges in the wood, Hes.Op.529.

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, der Waldlagerer, Waldbewohner, Hes. O. 531.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite dans les bois.
Étymologie: ὕλη, κοίτη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατοικεί στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ἀνεμο-κοίτης].

Greek Monotonic

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.