Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑαλοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και [[ασυναίρετος]] τ. [[ὑάλεος]] και [[υελέος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[γυάλινος]] («ὑαλέην οἰνοδόκον [[κύλικα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[διάφανος]] σαν το [[γυαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> /-<i>οῦς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i> / -<i>οῦς</i>). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>wea</i><sub>2</sub><i>reja</i>, <i>weareja</i>].
|mltxt=και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και [[ασυναίρετος]] τ. [[ὑάλεος]] και [[υελέος]], -έα, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[γυάλινος]] («ὑαλέην οἰνοδόκον [[κύλικα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαμπρός]], [[διάφανος]] σαν το [[γυαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> /-<i>οῦς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρύσ</i>-<i>εος</i> / -<i>οῦς</i>). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>wea</i><sub>2</sub><i>reja</i>, <i>weareja</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑᾰλοῦς:''' -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του <i>ὑαλέος</i>.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλοῦς Medium diacritics: ὑαλοῦς Low diacritics: υαλούς Capitals: ΥΑΛΟΥΣ
Transliteration A: hyaloûs Transliteration B: hyalous Transliteration C: yaloys Beta Code: u(alou=s

English (LSJ)

   A v. ὑάλεος.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].

Greek Monotonic

ὑᾰλοῦς: -ᾶ, -οῦν, συνηρ. αντί του ὑαλέος.