τρίναξ: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ἡ, Α<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που είχε [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[θρίναξ]] (Ι), κατ' [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
|mltxt=-ακος, ἡ, Α<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που είχε [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[θρίναξ]] (Ι), κατ' [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίναξ:''' [ῐ], -ᾰκος, ἡ ([[ἀκή]]), [[τρίαινα]] ή γεωργικό [[εργαλείο]] με [[τρεις]] αιχμές, [[τρικράνι]] ή πιρούνα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίναξ Medium diacritics: τρίναξ Low diacritics: τρίναξ Capitals: ΤΡΙΝΑΞ
Transliteration A: trínax Transliteration B: trinax Transliteration C: trinaks Beta Code: tri/nac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, (ἀκή (A))

   A like θρῖναξ, three-pronged mattock, AP6.104 (Phil.) [where ι is short].

German (Pape)

[Seite 1144] ακος, ἡ, der Dreizack, Philp. 14 (VI, 104), ξυλίνας.

Greek (Liddell-Scott)

τρίναξ: -ᾰκος, ὁ, (ἀκὴ) ὡς τὸ θρῖναξ, κοινῶς «θρινάκι», ἐργαλεῖον γεωργικὸν ξύλινον, Ἀνθ. Π. 6. 104 [[[ἔνθα]] τὸ ι βραχύ].

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ) :
c. θρῖναξ.

Greek Monolingual

-ακος, ἡ, Α
γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. θρίναξ (Ι), κατ' επίδραση του τρι-].

Greek Monotonic

τρίναξ: [ῐ], -ᾰκος, ἡ (ἀκή), τρίαινα ή γεωργικό εργαλείο με τρεις αιχμές, τρικράνι ή πιρούνα, σε Ανθ.