ὑπέκ: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], [[ὑπέξ]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>πρόθ.</b> (με γεν.)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>2.</b> [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκ</i>]. | |mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], [[ὑπέξ]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>πρόθ.</b> (με γεν.)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>2.</b> [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέκ:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] ὑπ-έξ ([[ὑπό]], ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από [[κάτω]], από [[κάτω]], [[μακριά]] από, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
before a vowel ὑπέξ, (ὑπό, ἐκ) poet. Prep. with gen.,
A out from under, from beneath, away from, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο, etc., Il. 13.89, 15.628, al.; ὑπὲξ ἁλός A.R.4.933, cf. Q.S.4.402.
German (Pape)
[Seite 1185] und vor Vocalen ὑπέξ, c. gen., darunter heraus, unten hervor; ἵππους λύσασθ' ὑπὲξ ὀχέων Il. 8, 504; φεύγεσκεν ὑπὲκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ 17, 461; νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων ἔρυσεν 5;81; ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12, 107, u. oft, wie sp. D., μή τις ὑπὲκ κακότητος ἀλύξῃ Ap. Rh. 3, 608, u. sonst. Von Wolf gew. getrennt geschrieben, vgl. Spitzner exc. XVIII, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέκ: πρὸ φωνήεντος ὑπὲξ (ὑπό, ἐκ) ποιητ. πρόθ. μετὰ γεν., ὑποκάτωθεν, κάτωθεν ἔξω, μακρὰν ἀπό τινος, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο Ἰλ. Ν. 89, Π. 628, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
dev. une voy. ὑπέξ;
prép.
de dessous, du fond de, gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α
(ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.)
1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῡ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)
2. προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ].
Greek Monotonic
ὑπέκ: πριν από φωνήεν ὑπ-έξ (ὑπό, ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από κάτω, από κάτω, μακριά από, σε Ομήρ. Ιλ.