τοκίζω: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τόκος]]<br /><b>1.</b> [[δανείζω]] με τόκο<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[είμαι]] [[τοκογλύφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ζω [[χωρίς]] να [[εργάζομαι]], [[είμαι]] [[φυγόπονος]].
|mltxt=ΝΑ [[τόκος]]<br /><b>1.</b> [[δανείζω]] με τόκο<br /><b>2.</b> <b>ειρων.</b> [[είμαι]] [[τοκογλύφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ειρων.</b> ζω [[χωρίς]] να [[εργάζομαι]], [[είμαι]] [[φυγόπονος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοκίζω:''' ([[τόκος]] II. 2), [[δανείζω]] με τόκο, Λατ. faenerari, σε Δημ.· [[τοκίζω]] τόκον, [[εξασκώ]] [[τοκογλυφία]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκίζω Medium diacritics: τοκίζω Low diacritics: τοκίζω Capitals: ΤΟΚΙΖΩ
Transliteration A: tokízō Transliteration B: tokizō Transliteration C: tokizo Beta Code: toki/zw

English (LSJ)

(

   A τόκος 11.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).

Greek (Liddell-Scott)

τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.

French (Bailly abrégé)

prêter à intérêt.
Étymologie: τόκος.

Greek Monolingual

ΝΑ τόκος
1. δανείζω με τόκο
2. ειρων. είμαι τοκογλύφος
νεοελλ.
ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος.

Greek Monotonic

τοκίζω: (τόκος II. 2), δανείζω με τόκο, Λατ. faenerari, σε Δημ.· τοκίζω τόκον, εξασκώ τοκογλυφία, σε Ανθ.