ὑπερκαταγέλαστος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(επιτ. τ.) [[καταγέλαστος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγέλαστος]] «αυτός που [[είναι]] [[αντικείμενο]] χλευασμού, ο [[γελοίος]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />(επιτ. τ.) [[καταγέλαστος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγέλαστος]] «αυτός που [[είναι]] [[αντικείμενο]] χλευασμού, ο [[γελοίος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' -ον, υπερβολικά [[γελοίος]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.
German (Pape)
[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].
Greek Monotonic
ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.