τριφίλητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />τρισαγαπημένος, [[πολυαγαπημένος]] («[[τριφίλητος]] [[Ἄδωνις]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φιλητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>φίλητος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />τρισαγαπημένος, [[πολυαγαπημένος]] («[[τριφίλητος]] [[Ἄδωνις]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φιλητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>φίλητος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐφίλητος:''' [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, [[τριπλά]] πεφιλημένος, [[φίλτατος]], εξαιρετικά [[αγαπητός]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[φῐ], ον,
A thrice-beloved, Ἄδωνις Theoc.15.86.
Greek (Liddell-Scott)
τριφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, ὁ τρὶς πεφιλημένος, πολυφίλητος, φίλτατος, Ἄδωνις Θεόκρ. 15. 86.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois aimé, bien-aimé.
Étymologie: τρεῖς, φιλέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ-φίλητος].
Greek Monotonic
τρῐφίλητος: [ῐ], Δωρ. -ᾶτος, -ον, τριπλά πεφιλημένος, φίλτατος, εξαιρετικά αγαπητός, σε Θεόκρ.