ὑποτελής: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑποτελής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]] ή [[πόλη]]) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη [[κυριαρχία]] [[αλλά]] εξαρτάται από [[άλλη]], ισχυρότερη [[πολιτεία]] (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῑς οὖσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φόρου [[υποτελής]]»<br />(ενν. [[κράτος]] ή [[χώρα]]) <b>διεθν. δίκ.</b> [[κράτος]] το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη [[πολιτεία]] τον [[φόρο]] υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο [[οποίος]] δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο [[παρά]] μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν [[γονίδιο]] βρίσκεται σε ομοζυγωτική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υποτελείς προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις<br />β) «υποτελή κράτη»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, [[αλλά]] ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν [[φόρο]] υποτελείας στην κυρίαρχη [[πολιτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μισθοδοτείται για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>τελής</i>]. | |mltxt=-ές / [[ὑποτελής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[χώρα]] ή [[πόλη]]) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη [[κυριαρχία]] [[αλλά]] εξαρτάται από [[άλλη]], ισχυρότερη [[πολιτεία]] (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῑς οὖσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φόρου [[υποτελής]]»<br />(ενν. [[κράτος]] ή [[χώρα]]) <b>διεθν. δίκ.</b> [[κράτος]] το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη [[πολιτεία]] τον [[φόρο]] υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο [[οποίος]] δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο [[παρά]] μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν [[γονίδιο]] βρίσκεται σε ομοζυγωτική [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υποτελείς προτάσεις»<br /><b>γραμμ.</b> οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις<br />β) «υποτελή κράτη»<br /><b>διεθν. δίκ.</b> τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, [[αλλά]] ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν [[φόρο]] υποτελείας στην κυρίαρχη [[πολιτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μισθοδοτείται για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>τελής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποτελής:''' -ές ([[τέλος]] I<b>V</b>), γεν. <i>-έος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους, [[φορολογήσιμος]], [[φορολογητέος]], Λατ. [[vectigalis]], σε Θουκ.· πλήρες, <i>ὑποτελὴς φόρου</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[μισθωτός]], με γεν., σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (
A τέλος 1.8) subject to taxes, tributary, Th.2.9, 5.111; in full, ὑποτελὴς φόρου Id.1.10, 56,66, 7.57; ὑ. φόρων or φόροις (φόρου Schaefer) Plu.Art.21, Pyrrh. 23; of persons employed in government monopolies (exact sense uncertain), τοὺς ὑποτελεῖς τῇ τε ἰχθυηρᾷ κτλ. UPZ110.97 (ii B. C.), cf. PTeb.5.210, 40.24, al. (ii B. C.); τὰ ὑποτελῆ γενήματα PRev.Laws28.18 (iii B. C.), cf. 33.14, etc. II Act., receiving payment, c. gen., μισθοῦ Luc.Merc.Cond.36.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτελής: -ές, γεν. έος· (τέλος V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, μετὰ γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές,
soumis à une taxe, d’où :
1. soumis à un tribut, tributaire, abs. THC. 2.9, 5.11; PLUT. Cim. 11, Cam. 2; APP. Mithr. 118; ou avec un rég. : φόρου THC. 4.19, 56, 66, etc.; DH 4.52 ; rar. φόρων PLUT. Artax. 21 ; ou φόροις PLUT. Pyrrh. 28, redevable d’un tribut ou de tributs : τινος Sch. AR. Eq. 262, ou τινι SYN. 180a, envers qqn;
2. taxé : μισθοῦ LUC. M.cond. 36, pour un salaire, càd salarié, mercenaire.
Étymologie: ὑπό, τέλος.
Greek Monolingual
-ές / ὑποτελής, -ές, ΝΜΑ
1. (για χώρα ή πόλη) αυτός που δεν έχει πλήρη και απόλυτη κυριαρχία αλλά εξαρτάται από άλλη, ισχυρότερη πολιτεία (α. «οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτελείς χώρες» β. «άντι συμμάχων ὑποτελεῑς και δοῡλοι γεγονότες», Πλούτ.
γ. «ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῑς οὖσαι», Θουκ.)
2. φρ. «φόρου υποτελής»
(ενν. κράτος ή χώρα) διεθν. δίκ. κράτος το οποίο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλλει στην κυρίαρχη πολιτεία τον φόρο υποτελείας (α. «οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν φόρου υποτελείς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» β. «πόλιν ξυμμαχίδα και φόρου ὑποτελῆ», Θουκ.)
νεοελλ.
1. βιολ. (για χαρακτηριστικό) αυτός που προσδιορίζεται γενετικά και ο οποίος δεν εκδηλώνεται στον φαινότυπο παρά μόνον όταν το υπεύθυνο γι' αυτόν γονίδιο βρίσκεται σε ομοζυγωτική κατάσταση
2. φρ. α) «υποτελείς προτάσεις»
γραμμ. οι εξαρτημένες, οι δευτερεύουσες προτάσεις
β) «υποτελή κράτη»
διεθν. δίκ. τα κράτη που δεν ήταν πλήρως ανεξάρτητα, αλλά ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν φόρο υποτελείας στην κυρίαρχη πολιτεία
αρχ.
αυτός που μισθοδοτείται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. συν-τελής].
Greek Monotonic
ὑποτελής: -ές (τέλος IV), γεν. -έος,
I. αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρους, φορολογήσιμος, φορολογητέος, Λατ. vectigalis, σε Θουκ.· πλήρες, ὑποτελὴς φόρου, στον ίδ.
II. Ενεργ., μισθωτός, με γεν., σε Λουκ.