ὕπαρνος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαρνος Medium diacritics: ὕπαρνος Low diacritics: ύπαρνος Capitals: ΥΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: hýparnos Transliteration B: hyparnos Transliteration C: yparnos Beta Code: u(/parnos

English (LSJ)

ον,

   A with a lamb under it, i.e. suckling a lamb or (metaph.) a babe, E.Andr.557, Call.Ap.53; ὕπαρνοι ἀγέλης PLond.3.1171.5 (i B. C.); cf. ὑπόρρηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρνος: -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν ὑποκάτω, δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων βρέφος, Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. ὑπόρρηνος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρνος ποίμνη· ἄρνας ἔχουσα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui allaite un agneau.
Étymologie: ὑπό, ἀρνός².

Greek Monotonic

ὕπαρνος: -ον, αυτός που έχει ένα αρνάκι από κάτω του, δηλ. αυτός που θηλάζει αρνάκι ή (μεταφ.) μωρό, βρέφος, σε Ευρ.