φευκτός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φευκτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φεύγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο [[πρέπει]] ν' αποφεύγει [[κανείς]] («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[φευκτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φεύγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο [[πρέπει]] ν' αποφεύγει [[κανείς]] («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φευκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φεύγω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει [[κάποιος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να τον αποφύγει [[κάποιος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be shunned or avoided, Arist.EN 1153b2; opp. αἱρετός, ib.1119a23, 1172b19, Epicur.Ep.3p.63U., Phld. Herc.1251.13: Comp., Arist.Top.116b5. 2 that can be escaped or avoided, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν S.Aj.224 (lyr.), cf. Pl.Ax. 369b; cf. φυκτός.
German (Pape)
[Seite 1267] adj. verb. von φεύγω, geflohen, vermieden, zu fliehen, zu meiden, zu vermeiden; ἄτλατον, οὐδὲ φευκτάν Soph. Ai. 222; dem man entfliehen, entgehen kann, den man fliehen muß, Plat. Ax. 369 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἀποφεύγει τις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 14. 1· ἀντίθετον τῷ αἱρετός, αὐτόθι 3. 12. 1., 10. 2, 2. 2) ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτὰν Σοφ. Αἴ. 224, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Ε· ― πρβλ. τὸ ποιητ. φυκτός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’il faut fuir ou éviter;
2 qu’on peut fuir ou éviter.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ φεύγω
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς
αρχ.
1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).
Greek Monotonic
φευκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω·
1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ.
2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.