φελλίον: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, τ. πληθ. και [[φελλέα]], τὰ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ [[φελλία]] και [[φελλέα]]<br />πετρώδεις τόποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φελλεύς]], με κατάλ. -<i>ίον</i>]. | |mltxt=τὸ, τ. πληθ. και [[φελλέα]], τὰ, Α<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ [[φελλία]] και [[φελλέα]]<br />πετρώδεις τόποι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φελλεύς]], με κατάλ. -<i>ίον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φελλίον:''' τό, = [[φελλεύς]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = φελλεύς 1, X.Cyn.5.18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] τό, gew. im plur., = φελλεύς; Xen. Cyn. 4, 18; Tim. lex. Plat. φελλία, χωρία λεπτόγεια.
Greek (Liddell-Scott)
φελλίον: τό, φελλίς, ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. φελλεύς.
Greek Monolingual
τὸ, τ. πληθ. και φελλέα, τὰ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ φελλία και φελλέα
πετρώδεις τόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φελλεύς, με κατάλ. -ίον].
Greek Monotonic
φελλίον: τό, = φελλεύς, σε Ξεν.