φιλόβακχος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Βάκχος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[Βάκχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλόβακχος:''' -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το [[κρασί]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loving Bacchus or wine, AP7.222 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 1278] den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόβακχος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν οἶνον, φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ βάτον, ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le vin.
Étymologie: φίλος, Βάκχος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Βάκχος.
Greek Monotonic
φῐλόβακχος: -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το κρασί, σε Ανθ.