φιλόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόμυθον</i><br />η [[φιλομυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόμυθον</i><br />η [[φιλομυθία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόμῡθος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που του αρέσει η [[ομιλία]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμῡθος Medium diacritics: φιλόμυθος Low diacritics: φιλόμυθος Capitals: ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: philómythos Transliteration B: philomythos Transliteration C: filomythos Beta Code: filo/muqos

English (LSJ)

ον,

   A fond of legends or fables, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Arist.Metaph.982b18, cf. Jul.Gal.39b: τὸ φ., = φιλομυθία, Str.1.2.8, Longin.9.11.    II talkative, Arist.EN1117b34, Fr.668 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1282] Sagen, Fabeln, Mährchen liebend, Freund von Sagen, Longin. 9, 11. – Auch redselig, geschwätzig; Arist. eth. 3, 10; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμῡθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μύθους ἢ τὰς μυθικὰς διηγήσεις, ὁ φ. φιλόσοφός πώς ἐστιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· τὸ φιλόμυθον = φιλομυθία, Στράβ. 19, Λογγῖν. 9. 11. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ λέγῃ πολλὰ, λάλος, «πολυλογᾶς», Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, Ἀποσπ. 618.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les récits, les contes, les fables;
2 qui aime à parler, à causer, bavard.
Étymologie: φίλος, μῦθος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσουν οι μυθικές διηγήσεις
αρχ.
1. φλύαρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυθον
η φιλομυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μῦθος.

Greek Monotonic

φῐλόμῡθος: -ον, I. αυτός που αγαπά τους μύθους ή τις μυθικές διηγήσεις, σε Αριστ.
II. αυτός που του αρέσει η ομιλία, στον ίδ.