φιλημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[φιλήμων]], -<i>ονος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) φιλική [[διάθεση]], [[φιλία]]. | |mltxt=ἡ, Α [[φιλήμων]], -<i>ονος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) φιλική [[διάθεση]], [[φιλία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλημοσύνη:''' ἡ ([[φιλέω]]), [[φιλικότητα]], [[συμπάθεια]], σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A friendliness, affection, Thgn.284 (v.l. συνημοσύνη), IG12.1016.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Freundschaft, Theogn. 284, wo Brunck συνημοσύνη schrieb, da das adj. φιλήμων nur als nom. pr. vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλημοσύνη: ἡ, φιλικὸν αἴσθημα, φιλικὴ διάθεσις, Θέογν. 284 (ἔνθα δύο Ἀντίγραφ. φέρουσι συνημοσύνη), Ἑλλ. Ἐπιγρ. 9. ― Τὸ ἐπίθ. φιλήμων, μόνον ὡς κύριον ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bonté.
Étymologie: φιλέω.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλήμων, -ονος]]
(ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία.
Greek Monotonic
φῐλημοσύνη: ἡ (φιλέω), φιλικότητα, συμπάθεια, σε Θέογν.