οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
φῠτᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ (φυτόν)·I. μέρος με φυτά, φυτεία ή αμπελώνας, αντίθ. προς σπαρτή γη (ἄρουρα), σε Ομήρ. Ιλ.II. φυτό, σε Ανθ. (το υ γίνεται μακρό στους δακτυλικούς στίχους).