φυταλία

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monotonic

φῠτᾰλία: Ιων. -ίη, (φυτόν
I. μέρος με φυτά, φυτεία ή αμπελώνας, αντίθ. προς σπαρτή γη (ἄρουρα), σε Ομήρ. Ιλ.
II. φυτό, σε Ανθ. (το υ γίνεται μακρό στους δακτυλικούς στίχους).

Middle Liddell

φῠτᾰλία, ἡ, φυτόν
I. a planted place, an orchard or vineyard, opp. to corn-land (ἄρουρἀ, Il.
II. a plant, Anth. [u is made long in dactylic verses.]