χαλκάρματος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που [[είναι]] [[πάνω]] σε χάλκινο [[άρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που [[είναι]] [[πάνω]] σε χάλκινο [[άρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), <i>χρυσ</i>-<i>άρματος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκάρμᾰτος:''' -ον ([[ἅρμα]]), αυτός που έχει χάλκινο [[άρμα]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκάρμᾰτος Medium diacritics: χαλκάρματος Low diacritics: χαλκάρματος Capitals: ΧΑΛΚΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chalkármatos Transliteration B: chalkarmatos Transliteration C: chalkarmatos Beta Code: xalka/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A with brazen chariot, epith. of Ares, Pi.P.4.87.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας Πινδ. Π. 4. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἅρμα.

English (Slater)

χαλκάρμᾰτος
   1 with bronze chariot epith. of Aresχαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” (P. 4.87)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), χρυσ-άρματος].

Greek Monotonic

χαλκάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει χάλκινο άρμα, σε Πίνδ.