χαλκάρματος
From LSJ
English (LSJ)
χαλκάρματον, with brazen chariot, epithet of Ares, Pi.P.4.87.
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char d'airain.
Étymologie: χαλκός, ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
χαλκάρμᾰτος: едущий на медной (бронзовой) колеснице: χ. πόσις Ἀφροδίτας Pind. = Ἄρης.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας Πινδ. Π. 4. 155.
English (Slater)
χαλκάρμᾰτος with bronze chariot epithet of Ares “χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” (P. 4.87)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), χρυσ-άρματος].
Greek Monotonic
χαλκάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει χάλκινο άρμα, σε Πίνδ.