χαλκεόφωνος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(46) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χαλκόφωνος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή [[φωνή]] («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- / <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>]. | |mltxt=και [[χαλκόφωνος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή [[φωνή]] («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- / <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικό</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκεόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with voice of brass, i. e. ringing strong and clear, of Stentor, Il.5.785; of Cerberus, Hes.Th.311.
German (Pape)
[Seite 1330] mit eherner Stimme, mit starker, helltönender Stimme, die, wie auch wir sagen, Metall hat; Il. 5, 785; Hes. Th. 311; ἀοιδή Ep. ad. (IX, 505, 15).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν χαλκῆν, δηλ. ἠχηρὰν καὶ εὐκρινῆ, ἐπὶ τοῦ Στέντορος, Ἰλ. Ε. 785· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἡσ. Θεογ. 311· πρβλ. χαλκοβόας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix forte ou retentissante comme l’airain.
Étymologie: χαλκός, φωνή.
English (Autenrieth)
with brazen voice, epith. of Stentor, Il. 5.785†.
Greek Monolingual
και χαλκόφωνος, -ον, Α
αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- / χαλκ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό-φωνος, κακό-φωνος].
Greek Monotonic
χαλκεόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.