φυκογείτων: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στα [[φύκη]], [[δηλαδή]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμο</i>-[[γείτων]])].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στα [[φύκη]], [[δηλαδή]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποταμο</i>-[[γείτων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῡκογείτων:''' -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκογείτων Medium diacritics: φυκογείτων Low diacritics: φυκογείτων Capitals: ΦΥΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: phykogeítōn Transliteration B: phykogeitōn Transliteration C: fykogeiton Beta Code: fukogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A near the seaweed, dwelling by the sea, epith. of Priapus, AP6.193 (Flacc.).

German (Pape)

[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμο-γείτων)].

Greek Monotonic

φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.