φιλόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόμουσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, [[ιδίως]], τη [[μουσική]], [[φιλότεχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φιλομαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόμουσον</i><br />η [[φιλομουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μουσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>μουσος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόμουσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, [[ιδίως]], τη [[μουσική]], [[φιλότεχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φιλομαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόμουσον</i><br />η [[φιλομουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μουσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>μουσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη [[μουσική]] και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμουσος Medium diacritics: φιλόμουσος Low diacritics: φιλόμουσος Capitals: ΦΙΛΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: philómousos Transliteration B: philomousos Transliteration C: filomousos Beta Code: filo/mousos

English (LSJ)

ον,

   A loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr.259b, R.548e, X.Cyr.5.1.1; μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62 K., etc.; λόγοι φ. Ar.Nu.358 (anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμουσος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς Μούσας, ἢ τὴν μουσικήν, δελφὶς Ἀρίων ἐν Begk. Lyr. σ. 567· καθόλου, ὁ ἀγαπῶν τὴν μουσικὴν καὶ τὰς καλὰς τέχνας, ὁ ἔχων ὑψηλὴν καὶ πλήρη παίδευσιν, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259Β, Πολιτ. 548, Ξεν., κλπ.· φ. λόγοι Ἀριστοφ. Νεφ. 357· ― τὸ φιλόμουσον, = φιλομουσία, Πλούτ. 2. 984Β, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les Muses, càd les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον c. φιλομουσία;
2 qui aime la musique;
Sp. φιλομουσότατος.
Étymologie: φίλος, μοῦσα.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμουσος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) φιλομαθής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον
η φιλομουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό-μουσος].

Greek Monotonic

φῐλόμουσος: -ον (μοῦσα), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη μουσική και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.