ὠκυεπής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μιλά [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>επής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που μιλά [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «γρήγορος» <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>επής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκυεπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[ἔπος]]), αυτός που μιλάει [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠεπής Medium diacritics: ὠκυεπής Low diacritics: ωκυεπής Capitals: ΩΚΥΕΠΗΣ
Transliteration A: ōkyepḗs Transliteration B: ōkyepēs Transliteration C: okyepis Beta Code: w)kueph/s

English (LSJ)

ές,

   A quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].

Greek Monotonic

ὠκυεπής: -ές, γεν. -έος (ἔπος), αυτός που μιλάει γρήγορα, σε Ανθ.