ἀρτιάκις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιάκις]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[άρτιος]]<br />σε άρτιες, σε ζυγές φορές.
|mltxt=[[ἀρτιάκις]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[άρτιος]]<br />σε άρτιες, σε ζυγές φορές.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιάκις:''' adv. четное число раз (ἄρτια ἀ. Plat.; ἀ. λαμβάνεσθαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐάκις Medium diacritics: ἀρτιάκις Low diacritics: αρτιάκις Capitals: ΑΡΤΙΑΚΙΣ
Transliteration A: artiákis Transliteration B: artiakis Transliteration C: artiakis Beta Code: a)rtia/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.

German (Pape)

[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un nombre de fois pair.
Étymologie: ἄρτιος, -ακις.

Spanish (DGE)

adv. un número par de veces ἄρτιά τε ἄρα ἀ. ἂν εἴη habrá números pares un número par de veces Pl.Prm.143e, ἀ. ἄρτιος ἀριθμός Euc.7 Def.88, cf. Ascl.Tact.2.7, Nicom.Ar.1.8.4, Aristid.Quint.128.20
περιττὰ ἀ. números impares un número par de veces Pl.Prm.144a.

Greek Monolingual

ἀρτιάκις επίρρ. (Α) άρτιος
σε άρτιες, σε ζυγές φορές.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιάκις: adv. четное число раз (ἄρτια ἀ. Plat.; ἀ. λαμβάνεσθαι Plut.).