δύσηρις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσηρις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[δύσερις]] I, σε Πίνδ. | |lsmtext='''δύσηρις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί [[δύσερις]] I, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσηρις:''' ι adj. Pind. = [[δύσερις]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A = δύσερις 1, Pi.O.6.19, Axiop.1.4: Att. form of δύσερις acc. to Moer.126.
German (Pape)
[Seite 680] nach den Atticisten eigtl. att. Form von δύσερις, feindselig, nur Pind. Ol. 6, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, = δύσερις Ι, Πίνδ. Ο. 6. 33· ― ἀναφερόμενον ὡς ὁ Ἀττ. τύπος τοῦ δύσερις ὑπὸ Μοίριδος σ. 126, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 707.
English (Slater)
δύσηρις
1 prone to quarrel οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν μαρτυρήσω (byz.: δύσερις codd.) (O. 6.19)
Greek Monotonic
δύσηρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί δύσερις I, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
δύσηρις: ι adj. Pind. = δύσερις 1.